- ἐπόχους
- ἔποχοςvehomasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἐπόχους — Ἔποχος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έποχος — ἔποχος, ον [επ έχω] (Α) 1. αυτός που μετακινείται με μεταφορικό μέσο («ἐπόχους πολλοῑς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν», Αισχύλ.) 2. εκείνος που κάθεται σταθερά πάνω στο άλογο 3. ο γυμνασμένος στην ιππασία 4. πλωτός 5. μτφ. ο εμπνεόμενος από μανία, τρελός … Dictionary of Greek